βερεσές

βερεσές
ο
Ι. 1. αγορά με πίστωση, πίστωση
2. πληθ. οι βερεσέδες ή τα βερεσέδια
χρέη που οφείλονται σε έμπορο από αγορά με πίστωση
II. επίρρ. βερεσέ
χωρίς πληρωμή, με πίστωση (φρ. «πήρα βερεσέ το λάδι»)
III. μτφ. «τ' ακούω βερεσέ» — δεν τα λαμβάνω σοβαρά υπ' όψιν μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. veresiye].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βερεσές — ο η πίστωση: Νομίζω πως θα μου κόψουν πια το βερεσέ, με τόσα που τους χρωστάω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”